- επισημοποιώ
- επισημοποίησα, επισημοποιήθηκα, επισημοποιημένος, μτβ., προσθέτω επίσημο χαρακτήρα σε κάτι, διαβεβαιώνω κάτι επίσημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επισημοποιώ — επισημοποιώ, επισημοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επισημοποιώ — 1. καθιστώ κάτι επίσημο, δίνω επίσημο χαρακτήρα («ήθελαν να επισημοποιείται με συνάλλαγμα η πράξις τους», Καρκαβίτσας) 2. επισφραγίζω, επιβεβαιώνω επίσημα («επισημοποίησε τον αρραβώνα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επίσημος + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
επισημοποίηση — η η περιβολή μιας πράξης με επίσημο χαρακτήρα, επικύρωση, επισφράγιση (επισημοποίηση δεσμού). [ΕΤΥΜΟΛ. < επισημοποιώ. Η λ. στον λόγιο τ. επισημοποίησις μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
καθιερώνω — (AM καθιερῶ, όω, Α ιων. τ. κατιρῶ, όω) 1. αφιερώνω κάτι σε θεό, τό καθαγιάζω, τό καθορίζω ως ιερό («τῆ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα πεντακισχιλίους στατῆρας», Λυσ.) 2. καθιστώ ή καθορίζω κάτι ως ιερό, καθαγιάζω, καθοσιώνω 3. θεσπίζω… … Dictionary of Greek
λογοδίνομαι — 1. επισημοποιώ τον δεσμό μου, αρραβωνιάζομαι 2. (μτχ. παρακμ.) λογοδοσμένος, η, ο αρραβωνιασμένος … Dictionary of Greek
σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α … Dictionary of Greek
επικυρώνω — επικύρωσα, επικυρώθηκα, επικυρωμένος, μτβ. 1. προσθέτω κύρος σε κάτι, το κάνω έγκυρο, το επισημοποιώ: Επικυρώθηκε η συνθήκη ειρήνης. 2. επιβεβαιώνω κάτι ως αληθινό ή ορθό, το πιστοποιώ: Επικυρώνω τα λεγόμενά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)